- θέρμη
- I
Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η σπουδαιότερη πόλη του Θερμαϊκού και ότι από αυτήν πήρε την ονομασία του ο κόλπος.IIΠόλη (υψόμ. 65 μ., 11.360 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.* * *η (ΑΜ θέρμη, Α και θέρμα)1. θερμότητα, ζέστη2. υπερβολική θερμότητα τού σώματος, υψηλός πυρετός3. στον πληθ. οι θέρμεςθερμά λουτράνεοελλ.1. οξεία προσβολή ελώδους πυρετού, ελονοσία («τον τόπο μας τόν ταράζουν οι θέρμες»)2. ζωηρότητα, ζήλος, ζέση(«υποστηρίζει με θέρμη τη γνώμη του»)αρχ.πληθ. αἱ θέρμαια) συγκρότημα αιθουσών που προορίζονταν για δημόσια λουτρά, ανάπαυση και κοινωνική δραστηριότηταβ) ονομασία πόλης στη Σικελία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμή, θηλ. τού επιθ. θερμός*, με αναβιβασμό τόνου. Η λ. θέρμη εμφανίζεται ως β' συνθ. με τη μορφή -θερμος.ΠΑΡ. αρχ. θερμίζω, θέρμω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θερμοβότανο, θερμολογώ, θερμολοίμη. (Β' συνθετικό) άθερμος, ένθερμος].
Dictionary of Greek. 2013.